- μερισμῷ
- μερισμόςdividingmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μερισμῶι — μερισμῷ , μερισμός dividing masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PROCLES — I. PROCLES Carthaginensis, celebratur Pausaniae in Messeniacis, ubi iudicium eius refert de Alexandro M. et de Pyrrho; itemque in Corinthiacis, ubi ex eo historiam assert de Medusâ. II. PROCLES Naxiorum dux, ingentibus promissis a Dionysio… … Hofmann J. Lexicon universale
σύμφυλος — ον, ΝΜΑ (για ζώο) αυτός που ανήκει στο ίδιο γένος ή είδος («αἱ μέλιτται καὶ τὰ σύμφυλα ζῷα ταύταις», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σύμφυλα ζωολ. ομοταξία αρθροπόδων που ανήκουν στο υποφύλο μυριάποδα μσν. αρχ. (για πνευματική ή … Dictionary of Greek